LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκάνδαλον"
- σκάνδᾰλον, τό, παγίδα, ενέδρα ή επιβουλή που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί εναντίον του εχθρού, σε Κ.Δ.· μεταφ., η πέτρα του σκανδάλου, πράξη που προκαλεί αναστάτωση, σκάνδαλο, στο ίδ. (άγν. προέλ.).