LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σιτονόμος"
- σῑτο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που μοιράζει σιτηρά ή τρόφιμα, διανομέας, τροφοδότης· σιτονόμος ἐλπίς, η ελπίδα να λάβω τρόφιμα, σε Σοφ.