LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σινδών"
- σινδών, -όνος, ἡ, 1. σινδόνι, λεπτό ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το Ἰνδός, Sind), σε Ηρόδ.· σινδὼν βυσσίνη, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη μούμια, σε Ηρόδ.· γενικά, λεπτό λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ. 2. ένδυμα από μουσελίνα, σε Λουκ.

