Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σιδήρεος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῐδήρεος, , -ον, Ιων. , -ον, Επικ. σιδήρειος, , -ον, Αττ. συνηρ. σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, Δωρ. σιδάρεος, -ειος (σίδηρος), I. 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή ατσάλι, σιδερένιος, Λατ. ferreus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χεὶρ σιδηρᾶ, σιδερένια αρπάγη, λαβή, σε Θουκ.· σιδήρειος ὀρυμαγδός, δηλ. η κλαγγή των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· σιδήρεος οὐρανός, σιδερένιος ουρανός, δηλ. το στερέωμα, το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, καρδιά από σίδερο, δηλ. σκληρή σαν από σίδερο, σε Όμηρ.· οἱ κραδίη σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει πλευρά από σίδερο, σε Σιμων.· ὦ σιδήρεοι, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν. II. σιδάρεοι, οἱ, νόμισμα της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, πάντοτε σε Δωρ. τύπο, ακόμη και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.