Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σιγή"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
σῑγή, Δωρ. σιγά, , I. σιωπή, ησυχία· σιγὴν ἔχειν, παραμένω σιωπηλός, τηρώ σιγή, σιωπώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ.· σιγὴν ποιεῖσθαι, κάνω ησυχία, σιωπώ, στον ίδ.· σιγὴν φυλάσσειν, σε Ευρ.· στον πληθ., σιγαὶ ἀνέμων, στον ίδ. II. 1. δοτ. σιγῇ ως επίρρ., σιωπηλά, σε Όμηρ.· επίσης, όπως το σίγα, ως επιφών. σιγῇ νυν (ενν. ἔστε), σιωπήστε τώρα! σε Ομήρ. Οδ.· επιπλέον, σε χαμηλό τόνο, χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, σε Ηρόδ.· σιγῇ βουλεύεσθαι, σε Ξεν. 2. μυστικά, σιγῇ ἔχειν τι, κρατώ κάτι μυστικό, παρασιωπώ, όπως το σιωπᾶν, σε Ηρόδ.· σιγᾷ καλύψαι, στέγειν, κεύθειν, σε Πίνδ., Σοφ. 3. με γεν., σιγῇ τινος, χωρίς αυτός να το γνωρίζει, σε Ηρόδ., Ευρ.
σῑγηλός, , -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.
σῑγηρός, , -όν, μεταγεν. τύπος αντί σιγηλός, σε Μένανδρ.
σιγῇς, Δωρ. βʹ ενικ. του σιγάω.
σιγητέον, ρημ. επίθ. του σιγάω, αυτό που πρέπει κάποιος να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ.