LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σιγάω"
- σῑγάω, μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω· παρακ. σεσίγηκα — Παθ., μέλ. σιγηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιγήθην, παρακ. σεσίγημαι· I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σιγώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· σίγα, σιωπή! μείνε ήσυχος! σε Όμηρ. — Παθ., τί σεσίγηται δόμος, γιατί είναι τόσο ήσυχο το σπίτι; σε Ευρ. II. μτβ., παραμένω σιωπηλός, κρατώ κάτι μυστικό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., τηρούμαι στη σιγή ή κρατούμαι μυστικός, αποσιωπούμαι, αποκρύπτομαι, Λατ. taceri, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐσιγήθη σιωπή, τηρήθηκε σιγή, σε Ευρ.