Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σθένος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σθένος, -εος, τό, I. 1. δύναμη, ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· με απαρ., σθένος πολεμίζειν, πολεμική ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ.· σθένος ὥστε καθελεῖν, σε Ευρ.· σθένει, με δύναμη, ισχυρά, σε Σοφ.· λόγῳ τε καὶ σθένει, τόσο με το δίκαιο όσο και με την πυγμή, στον ίδ.· ομοίως, ὑπὸ σθένους, σε Ευρ.· παντὶ σθένει, με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει κάποιος, σε Θουκ. 2. δύναμη, ρώμη κάθε είδους, τόσο ηθική όσο και σωματική, σθένος τῆς ἀληθείας, σε Σοφ.· ἀγγέλων σθένος, η δύναμη ή το κύρος τους, σε Αισχύλ. II. 1. στρατιωτική ισχύς, δύναμη, υπεροχή σε ετοιμοπόλεμους άντρες, όπως το δύναμις, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. vis αντί cobia, αφθονία. III. περιφραστικά όπως τα βίη, ἴς, μένος, δηλ. σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίονος, αντί για τους ίδιους τους Ιδομενέα, Ωρίωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.