Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σημεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σημεῖον, τό, Ιων. σημήϊον, Δωρ. σᾶμήϊον και σᾶμᾷον (σῆμα), I. 1. σύμβολο, σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρισμα, σε Ηρόδ., Αττ. 2. σημάδι που προέρχεται από τους θεούς, οιωνός, σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται ιδίως για τους αστερισμούς, σε Ευρ. 3. σημάδι για να κάνει κάποιος κάτι ή σινιάλο, που δημιουργείται από τον κυματισμό σημαιών, σε Ηρόδ.· αἴρειν, κατασπᾶν τὸ σημεῖον, υψώνω ή υποστέλλω το λάβαρο που λειτουργεί ως σύνθημα για τη μάχη, σε Θουκ·. τὰ σημεῖα ἤρθη, δόθηκαν τα σινιάλα που είχαν συμφωνηθεί, στον ίδ. 4. έμβλημα ή σημαία που κυματίζει στο πλοίο του ναυάρχου, σε Ηρόδ. ή στη σκηνή του στρατηγού, σε Ξεν.· κατόπιν, γενικά, έμβλημα, σημαία, σε Ευρ.· απ' όπου, σύνορο, όριο, σε Δημ. 5. εικόνα ή σήμα χαραγμένο πάνω στην ασπίδα, σε Ηρόδ., Ευρ.· στα πλοία, διακοσμητικές φιγούρες, όπως κεφαλές μυθολογικών προσώπων, σε Αριστοφ. 6. σινιάλο, συνθηματική λέξη, σύνθημα, σε Θουκ. II. στην επιχειρηματολογία, ένδειξη ή απόδειξη, τεκμήριο, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· σημεῖον δέ· ή σημεῖον γάρ· (για να παρουσιάσει επιχείρημα), αυτή είναι η απόδειξη γι' αυτό, σε Δημ. κ.λπ.