Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σημαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σημαίνω, μέλ. σημᾰνῶ, Ιων. -ᾰνέω· αόρ. αʹ ἐσήμηνα και ἐσήμᾱναΜέσ., αόρ. αʹ ἐσημηνάμην, ἐσημάνθην, παρακ. σεσήμασμαι, επίσης γʹ ενικ. σεσήμανται, απαρ. σεσημάνθαι (σῆμα
Α. I. 1.
δείχνω μέσω ενός σημείου, δηλώνω, γνωστοποιώ, φανερώνω, καταδεικνύω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. απόλ., παρέχω σημεία, κάνω σινιάλα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. δίνω σύνθημα, σημαίνω ή κάνω σινιάλο για να κάνει κάποιος κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· μὴσημήναντός σου, χωρίς καμία διαταγή από σένα, σε Πλάτ.· με γεν., έχω την αρχηγία, εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ, τινός ή ἐπί τισι, σε Όμηρ.· απόλ., δίνω διαταγές, διατάζω, προστάζω, στον ίδ.· σημαίνων = σημάντωρ, σε Σοφ. 2. στον πόλεμο, δίνω το σήμα για την επίθεση, σε Θουκ.· σημαίνω τῇ σάλπιγγι, σε Ξεν.· σημαίνω ἀναχώρησιν, δίνω το σήμα της αναχώρησης, σε Θουκ·. απρόσ., σημαίνει (ενν. ὁ σαλπιγκτής), το σήμα δόθηκε· τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε, όταν δόθηκε το σήμα στους Έλληνες να επιτεθούν, σε Ηρόδ.· ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσθαι, δόθηκε η διαταγή να είναι όλα έτοιμα, στον ίδ. III. 1. δηλώνω, καταδεικνύω, ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Ευρ., Ηρόδ., Αττ. 2. γενικά, υποδηλώνω, διερμηνεύω, επεξηγώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., σήμαινε, πες, σε Σοφ. IV. = σφραγίζω, αποτυπώνω κάποιο σημάδι ή χαρακτηριστικό γνώρισμα, σημαδεύω, σφραγίζω, Λατ. obsignare, κατά κανόνα στη Μέσ., σε Ξεν.Παθ., εὖ σεσημάνθαι, είμαι σφραγισμένος καλά, σε Αριστοφ.· τὰ σεσημασμένα, αντίθ. προς το ἀσήμαντα, σε Δημ. Β. I. Μέσ. σημαίνομαι, όπως το τεκμαίρομαι, εκλαμβάνω ως σημείο, δηλ. συμπεραίνω μέσω σημείων, πιθανολογώ, εικάζω, σε Σοφ. II. σημαδεύω για τον εαυτό μου, σημαίνεσθαι βύβλῳ, (ενν. βοῦν), δηλ. σημαδεύω ένα βόδι τυλίγοντας γύρω από το κέρατό του μια λωρίδα βύβλου (δέρματος), σε Ηρόδ.