Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σηκός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σηκός, Δωρ. σᾱκός, · I. στάβλος, μάντρα, μαντρί, στάνη, περιφραγμένος χώρος, όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σηκὸς δράκοντος, η σπηλιά του δράκοντα, σε Ευρ. II. 1. ιερός περίβολος, ναΐσκος, άδυτο, σε Σοφ., Ευρ. 2. τάφος, τόπος ταφής, νεκροταφείο, σε Σιμων. III. κορμός (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, κουφάλα γέρικης ελιάς, σε Λυσ.