Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σεμνός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σεμνός, , -όν (σέβομαι), σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, ιεροπρεπής, άγιος, αυτός που προκαλεί δέος· I. 1. κανονικά λέγεται για συγκεκριμένους θεούς· στην Αθήνα λέγεται ιδίως για τις Ερινύες, σεμναὶ θεαί ή Σεμναί, σε Τραγ.· σεμνὰ τέλη, οι ιερές τελετουργίες τους, στους ίδ. 2. ακολούθως, λέγεται για τα θεία πράγματα, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.· σεμνὸς βίος, η ζωή που είναι αφιερωμένη στη λατρεία των θεών, σε Ευρ.· σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα, σε Αισχύλ.· τὸ σεμνόν, αγιότητα, ιερότητα, σε Δημ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σπουδαίος, αρχοντικός, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για πράγματα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν σεμνόν, τίποτε το ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο, σε Αριστ.· σεμνόν ἐστι, με απαρ., είναι κάτι το ευγενές, το εξαίρετο να..., σε Πλάτ. III. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπεροπτικός, σε Τραγ.· με περιφρόνηση ή ειρωνεία, σοβαροφανής, πομπώδης, μεγαλομανής, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σεμνὸν βλέπειν, φαίνομαι σοβαρός και σεμνοπρεπής, σε Ευρ.· ὡςσεμνὸς οὑπίτριπτος, πόσο τεράστια αθλιότητα! σε Αριστοφ.· ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος, στον ίδ. IV. επίρρ. -νῶς, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, σε Ξεν.
σεμνό-στομος, -ον (στόμα), αυτός που ειπώθηκε σεμνοπρεπώς, με επισημότητα, με σοβαρότητα κι έμφαση, σε Αισχύλ.