LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σεμίδαλις"
- σεμίδᾱλις, ἡ, -εως ή -ιος, το πιο λεπτοαλεσμένο σταρένιο αλεύρι, σιμιγδάλι, Λατ. simila, similago, σε Αριστοφ.