LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σεληνιακός"
- σεληνιακός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη σελήνη, το σεληνιακό ημερολόγιο, σε Πλούτ.