Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σελήνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σελήνη, , Δωρ. σελάνα (σέλας), I. φεγγάρι, Λατ. luna, σε Όμηρ.· σελήνη πλήθουσα, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· νουμηνία κατὰσελήνην, δηλ. με βάση τον σεληνιακό μήνα, σε Θουκ.· πρὸςτὴν σελήνην, με το φεγγαρόφωτο, σε Ξεν.· ομοίως, εἰς τὴν σελήνην, σε Αισχίν.· τὴν σελήνην καθαιρεῖν, το lunam deducere του Ορατίου, λέγεται για τις μάγισσες, σε Αριστοφ.· δεκάτῃ σελήνῃ, κατά το δέκατο φεγγάρι, δηλ. κατά τον δέκατο μήνα, σε Ευρ. II. ως θηλ. κύριο όνομα, η Σελήνη, η θεά του φεγγαριού, σε Ησίοδ. κ.λπ.