Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σεισμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σεισμός, (σείω), 1. σεισμική κίνηση, σεισμική δόνηση, σεισμική ταλάντευση· γῆς, χθονὸς σεισμός, σεισμός, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ., Αττ. 2. γενικά, αναστάτωση, κλονισμός, σάλος, σε Πλάτ., Κ.Δ.