Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σειρά"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
σειρά, Ιων. σειρή, (εἴρω, ἀείρω), 1. κλωστή, κορδόνι, σχοινί, σπάγγος, δεσμός, ταινία, σε Όμηρ.· σ. χρυσείη, κλωστή ή αλυσίδα από χρυσό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. σχοινί με θηλειά, όπως το λάσο, που χρησιμοποιούσαν οι Σαγάρτιοι και οι Σαρμάτες (σκυθικά φύλα) για να παγιδεύσουν και να απαγάγουν τους εχθρούς τους, σε Ηρόδ.
σειραῖος, , -ον (σειρά), 1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ. 2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.
σειρᾱ-φόρος, Ιων. σειρη-, -ον (φέρω), 1. αυτός που σύρεται από σχοινί, σε Ηρόδ. 2. σειραφόρος (ενν. ἵππος), , άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με το σχοινί (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον ζυγό, ζύγιοι), άλογο που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με σχοινί πίσω από την άμαξα, που δεν βρίσκεται το ίδιο στον ζυγό· μεταφ. ενίοτε, άλογο που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό άλογο, εφεδρικός ίππος, σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ.