LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σεβάζομαι"
- σεβάζομαι, Επικ., γʹ ενικ. αορ. αʹ σεβάσσατο· Παθ. αόρ. αʹ ἐσεβάσθην· φοβάμαι, ντρέπομαι, αισχύνομαι, τι, σε Ομήρ. Ιλ.