Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σείω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-σείω, κατάληξη ρημάτων που εκφράζουν επιθυμία, εφετικών ρημάτων, όπως η Λατ. -urio. Σχηματίζονται από τον μέλ., όπως τα δρασείω από δράσω, γελασείω από γελάσομαι.
σείω, Επικ. παρατ. σεῖον, μέλ. σείσω, αόρ. αʹ ἔσεισα, παρακ. σέσεικαΠαθ., αόρ. αʹ ἐσείσθην, παρακ. σέσεισμαι· I. 1. ταρακουνώ, κινώ πέρα δώθε, σείω, δονώ, πάλλω, σε Όμηρ.· σείω ἔγχος, μελίην, κουνώ το ξίφος πάνω-κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.· κάρασείω, ως σημάδι δυσαρέσκειας, σε Σοφ.· επίσης, σείειν τῇ οὐρᾷ, σε Ξεν. 2. λέγεται για σεισμούς, που αποδίδονταν στον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ.· απόλ., σείσας, από σεισμό, σε Αριστοφ.· απρόσ. σείει, γίνεται σεισμός, σε Θουκ., Ξεν. 3. μεταφ., ανακινώ, αναστατώνω, κλονίζω, ταράζω, σε Πίνδ., Σοφ. 4. στην Αττ., επιρρίπτω ψευδή κατηγορία ή κατηγορώ, συκοφαντώ ψευδώς επίτηδες για να αποσπάσω εκβιαστικά χρήματα και να σιωπήσω, σε Αριστοφ.· πρβλ. Λατ. concutio. II. 1. Παθ., κλονίζομαι, τινάζομαι, αναταράζομαι, λέγεται για τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· μεταφ., συγκλονίζομαι μέχρι τα θεμέλια· τὸ τερπνὸν πιτνεῖ σεσεισμένον, σε Πίνδ.· οἷς ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος, σε Σοφ. 2. γενικά, κινούμαι πέρα-δώθε, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., ὀδόντες ἐσείοντο, έτριζαν τα δόντια του, σε Ηρόδ.· σεισθῆναι σάλῳ, σε Ευρ. III. 1. Μέσ., κινώ κάτι από μόνος μου, σε Θεόκρ., Ανθ. 2. όπως το Παθ., κινούμαι, κουνιέμαι, σαλεύω, σειέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.