Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σαφής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σᾰφής, -ές, γεν. -έος, συνηρ. -οῦς, I. 1. ξεκάθαρος, απλός, ευκρινής, εκπεφρασμένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σαφές, η καθαρή αλήθεια, σε Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρησμούς και προφήτες, όπως το certus Apollo του Βιργ., βέβαιος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αλάνθαστος, σε Σοφ. II. επίρρ. σᾰφῶς, Ιων. -έως, σαφώς, ξεκάθαρα, σαφῶς φράσαι, δεικνύναι, εἰδέναι, σε Ηρόδ., Αττ.· βεβαίως, προφανώς, ολοφάνερα, προδήλως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἦν σαφῶς, ήταν προφανές, στον ίδ.· συγκρ. -έστερον, υπερθ. -έστατα, στον ίδ. κ.λπ.