LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σατράπης"
- σᾰτράπης[ᾰ], -ου, ὁ, σατράπης, αντιβασιλέας, Πέρσης αξιωματούχος, διοικητής περσικής επαρχίας, Λατ. satrapa, σε Ξεν. (περσ. λέξη).