LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σαργάνη"
- σαργάνη[ᾰ], ἡ, 1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ. 2. καλάθι, κοφίνι, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).