Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σανίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σᾰνίς, -ίδος, , I. σανίδα, σανίδι, σε Ανθ. κ.λπ. II. οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σανίδες· 1. πόρτα, στον πληθ. πτυσσόμενη, δίφυλλη πόρτα, Λατ. fores, σε Όμηρ.· σπανίως στον ενικ., σε Ευρ. 2. ξύλινο πάτωμα, ικρίωμα, σκηνή θεάτρου, θεατρικό σανίδι, σε Ομήρ. Οδ.· κατάστρωμα πλοίου, σε Ευρ. 3. στον πληθ., ξύλινες πινακίδες (πίνακες) πάνω στις οποίες έγραφαν, στον ίδ.· στην Αθήνα, πινακίδες, οι κατάλογοι όπου αναγράφονταν οι δημόσιες ανακοινώσεις, σε Αριστοφ. κ.λπ. 4. σανίδα στην οποία δένονταν ή και σταυρώνονταν οι κατάδικοι· ομοίως πιθ. σε Ομήρ. Οδ.