Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σαλεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σᾰλεύω αόρ. αʹ ἐσάλευσαΠαθ., μέλ. σαλευθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσαλεύθην, παρακ. σεσάλευμαι· (σάλοςI. κάνω κάτι να σείεται, να δονείται, κουνάω εδώ κι εκεί, ταλαντώνω, ταράζω, πάλλω, τραντάζω, σε Ευρ., Ανθ.· σαλεύω τοὺς ὄχλους, τους υποκινώ, σε Κ.Δ.Παθ., κουνιέμαι πέρα δώθε, κλυδωνίζομαι, δονούμαι, ταλαντεύομαι, τρεκλίζω· χθὼν σεσάλευται, σε Αισχύλ. II. αμτβ., κινούμαι πάνω-κάτω, περιστρέφομαι, αναταράζομαι, κυμαίνομαι, παραδέρνω στη φουρτούνα, σκαμπανεβάζω, όπως στη θάλασσα, σε Ξεν.· μεταφ., 1. κλυδωνίζομαι όπως το πλοίο στη θάλασσα, βρίσκομαι σε κατάσταση τρικυμίας, είμαι φουρτουνιασμένος, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική αναταραχή, σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για πλοίο επίσης, είμαι αγκυροβολημένος· μεταφ., σαλεύω ἐπί τινι, κρέμομαι στα χέρια του φίλου μου, στηρίζομαι, βασίζομαι σ' αυτόν, σε Πλούτ.