Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σαθρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σαθρός, , -όν, 1. σαπισμένος, σάπιος, φθαρμένος, παρηκμασμένος, ετοιμόρροπος, επισφαλής, ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. σαθρῶς ἱδρυμένος, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ. 2. μεταφ., πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πριν βάλουν με το μυαλό τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη σκέψη, δηλ. προτού αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· σ. λόγοι, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).