Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σαγή"

Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
σαγή[ᾰ], (σάττω), I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ. II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.
σᾰγηναῖος, , -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.
σᾰγηνεύς, -έως, , = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.
σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, , αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.
σᾰγηνευτής, -οῦ, , = το προηγ., σε Ανθ.
σᾰγηνεύω, μέλ. -σω, I. πιάνω ψάρια με αλιευτικό μεγάλο δίχτυ (σαγήνη), ψαρεύω, σε Λουκ. II. σαρώνω, όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό δίχτυ, δηλ. καταδιώκω σχηματίζοντας στρατιωτική παράταξη, εκδιώκω τον πληθυσμό από την έκταση μιας χώρας πορευόμενος εναντίον της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, σε Ανθ.
σᾰγήνη, , μεγάλο αλιευτικό δίχτυ για την αλίευση ψαριών, δίχτυα ψαρά, Ιταλ. sagena, σε Λουκ., Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
σᾰγηνο-βόλος, (βάλλω), αυτός που ρίχνει αλιευτικό δίχτυ, ψαράς, σε Ανθ.
σᾰγηνό-δετος, -ον, αυτός που έχει δεθεί, στερεωθεί σε αλιευτικό δίχτυ, σε Ανθ.
σᾰγη-φορέω, μέλ. -ήσω (σάγος), φορώ στρατιωτικό μανδύα, αμπέχωνο, σε Στράβ.