LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σίνος"
- σίνος[σῐ], -εος, τό, I. βλάβη, ζημιά, όλεθρος, τραυματισμός, σε Ηρόδ. II. λέγεται για πράγματα, όλεθρος, φθορά, δυστυχία, μάστιγα, σε Αισχύλ.