LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σίνομαι"
- σίνομαι[ῑ], Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων. παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐσίναντο, Ιων. -έατο· I. προκαλώ σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω, λυμαίνομαι, ληστεύω, λεηλατώ, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφω, στο ίδ.· λεηλατώ, λαφυραγωγώ ή ερημώνω μια χώρα, αφανίζω ή καταστρέφω τις σοδειές, σε Ηρόδ. II. γενικά, πλήττω, βλάπτω, ζημιώνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, τραυματίζω, βασανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.