Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σίδη"

Βρέθηκαν 29 λήμματα [1 - 20]
σίδη, , δέντρο ροδιά, καρπός της ροδιάς, ρόδι.
σῐδηρεία, (σίδηρος), κατεργασία σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.
σιδηρεῖα, τά, τόπος κατεργασίας του σιδήρου, σιδηρουργείο, μεταλλεία σιδήρου, σε Αριστ.
σῐδήρεος, , -ον, Ιων. , -ον, Επικ. σιδήρειος, , -ον, Αττ. συνηρ. σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, Δωρ. σιδάρεος, -ειος (σίδηρος), I. 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή ατσάλι, σιδερένιος, Λατ. ferreus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χεὶρ σιδηρᾶ, σιδερένια αρπάγη, λαβή, σε Θουκ.· σιδήρειος ὀρυμαγδός, δηλ. η κλαγγή των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· σιδήρεος οὐρανός, σιδερένιος ουρανός, δηλ. το στερέωμα, το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, καρδιά από σίδερο, δηλ. σκληρή σαν από σίδερο, σε Όμηρ.· οἱ κραδίη σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει πλευρά από σίδερο, σε Σιμων.· ὦ σιδήρεοι, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν. II. σιδάρεοι, οἱ, νόμισμα της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, πάντοτε σε Δωρ. τύπο, ακόμη και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
σῐδηρεύς, -έως, , αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Ξεν.
σῐδήριον, τό (σίδηρος), σκεύος ή εργαλείο από σίδηρο· σιδηρίων ἐπαΐειν, αισθάνομαι το σίδερο, δεν μπορώ να το αντέξω (να αντέξω στη δοκιμασία του), σε Ηρόδ.· θερμὰ σιδήρια, τα πυρακτωμένα κομμάτα σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.
σῐδηρίτης[ῑ], -ου, , θηλ. -ῖτις, -ιδος· Δωρ. σιδᾱρίτας, , -ο, 1. κατασκευασμένος από σίδηρο· σιδηρίτης πόλεμος, ο πόλεμος δια σιδήρου, δηλ. με σιδερένα όπλα, σε Πίνδ. 2. ἡ σιδηρῖτις λίθος, βράχος που έχει ρινίσματα σιδήρου, που περιέχει μετάλλευμα σιδήρου, σε Στράβ.
σῐδηρο-βρώς, -ῶτος, , (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.
σῐδηρο-δάκτῠλος, -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
σῐδηρό-δετος, -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.
σῐδηρο-κμής, -ῆτος, , (κάμνω), δολοφονημένος, σφαγμένος από σίδερο, δηλ. από σπαθί, χρησιμ. με τη συνοδεία της δοτ. ουδ. βοτοῖς, σε Σοφ.
σῐδηρο-μήτωρ, -ορος, , (μήτηρ), μητέρα του σιδήρου, γη που παράγει σίδηρο, σε Αισχύλ.
σῐδηρο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.
σῐδηρό-νωτος, -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.
σῐδηρό-πλαστος, -ον, φτιαγμένος από σίδερο, σιδερένιος, σε Λουκ.
σῐδηρό-πληκτος, Δωρ. -πλακτος, -ον, πληγωμένος από σίδερο, δηλ. από ξίφος, σε Αισχύλ.
σίδηρος, Δωρ. σίδᾱρος, , I. το μέταλλο σίδηρος, Λατ. ferrum, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο σίδηρος ήταν το τελευταίο στη σειρά μέταλλο που τέθηκε σε κοινή χρήση από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο πολύκμητος, αυτός δηλ. που η κατεργασία του είναι κοπιώδης, σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, Σκύθης σίδηρος, σε Αισχύλ. II. όπως το Λατ. ferrum, οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο εργαλείο ή όπλο, σπαθί ή μαχαίρι, λεπίδα τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ. III. μέρος όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, σιδηρουργείο, μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
σῐδηρό-σπαρτος, -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
σῐδηρο-τέκτων, -ονος, , αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Αισχύλ.
σῐδηρο-τόκος, -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.