Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σήσαμον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σήσᾰμον, τό, I. σπόρος ή καρπός του φυτού της «σουσαμιάς» (σησάμη), σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. = σησάμη, σε Αριστοφ., Ξεν.