Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σής"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
σής, , γεν. σεός, πληθ. σέες, σέας, σέων· μεταγεν. γεν. σητός κ.λπ.· σκώρος που κατατρώγει μάλλινα υφάσματα, έντομο, σαράκι, Λατ. tinca, σε Αριστοφ.· μεταφ., κωμικό παρωνύμο των γραμματικών, των «βιβλιοφάγων», σε Ανθ.
σησᾰμαῖος, , -ον, παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Λουκ.
σησάμη[ᾰ], , σησάμη (σουσαμιά), φυτό από τον καρπό του οποίου (σήσαμον) εξαγόταν κατόπιν εκθλίψεως είδος λαδιού, το σησαμέλαιο. (άγν. προέλ.).
σησᾰμῆ, , πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.
σησάμῐνος[ᾰ], , -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.
σησᾰμόεις, -εσσα, -εν, προερχόμενος ή παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος· ως ουσ. (συνηρ.) σησαμοῦς, , γλύκισμα, πίτα που παρασκευάζεται από σουσάμι, παστέλι, σε Αριστοφ.
σήσᾰμον, τό, I. σπόρος ή καρπός του φυτού της «σουσαμιάς» (σησάμη), σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. = σησάμη, σε Αριστοφ., Ξεν.
σησᾰμό-τῡρον, τό, μείγμα από σουσάμι και τυρί, σε Βατραχομ.
Σηστός, ή , η πόλη Σηστός, στην Ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλήσποντου, απέναντι από την πόλη Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.