Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σήμαντρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σήμαντρον, τό, = σημαντήριον, σφραγίδα, βούλα, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, δηλ. τραυματισμένοι, πληγωμένοι, σε Ευρ.