Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σέβομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σέβομαι, κατά κανόνα στον ενεστ.· αόρ. αʹ ἐσέφθην· αποθ., 1. αισθάνομαι θρησκευτικό δέος, αισθάνομαι ντροπή, αισχύνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· σεφθεῖσα, κατειλημμένη από ιερό δέος, φόβο, σε Πλάτ.· με απαρ., τρέμω από φόβο ή αισθάνομαι φόβο, διστάζω από συστολή να κάνω κάτι, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. με αιτ. προσ., τιμώ με θρησκευτικό δέος, λατρεύω, Λατ. veneror, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επομένως, ευλαβούμαι, αποδίδω τιμές ή σεβασμό προς, σε Τραγ.