Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σέβας"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
σέβας, τό, μόνο με ονομ., αιτ. και κλητ. ενικ. (σέβομαι), I. φόβος μαζί με σεβασμό, συναίσθημα φόβου, συστολή, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, δέος, λατρεία, θαυμασμός, σε Τραγ.· με γεν. αντικ., Διὸς σέβας, σεβασμός, ευλάβεια προς τον Δία, σε Αισχύλ. II. 1. αντικείμενο ιερού φόβου, αντικείμενο σεβασμού, αγιότητα, μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, σε Ευρ.· περιφρ. λέγεται για πρόσωπα, σέβας κηρύκων, δηλ. ο Ερμής, σε Αισχύλ. 2. αντικείμενο θαυμασμού, θαυμασμός, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· τιμή που αποδίδεται σε κάποιον, όπως τα όπλα του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, σε Σοφ.
σέβασμα, -ατος, τό, αντικείμενο ιερού δέους, σεβασμού ή λατρείας, σε Κ.Δ.
Σεβαστιάς, , = Λατ. Augusta, η Αυτοκράτειρα, σε Ανθ.
σεβαστός, , -όν (σεβάζομαι), σεβάσμιος, αξιοσέβαστος· χρησιμ. για να ερμηνεύσει το αυτοκρατορικό όνομα Αύγουστος, σε Στράβ., Κ.Δ.