Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σάρξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σάρξ, , (γεν. σαρκός), I. σάρκα, κρέας, Λατ. caro, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., σάρκα ή το σύνολο των μυών του σώματος· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., σάρκα, σώμα, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, σε Αισχύλ. II. σάρκα, ύλη, αντίθ. προς το πνεύμα, σε Κ.Δ.· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη φύση γενικά, στο ίδ.· πᾶσα σάρξ, ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.