
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σάκος"
- σᾱκός, ὁ, Δωρ. αντί σηκός.
- σάκος[ᾰ], τό, γεν. -εος, Ιων. -ευς (σάττω), ασπίδα, σε Όμηρ. κ.λπ. Οι πρώτες ασπίδες ήταν φτιαγμένες από πλεγμένα κλαδιά ή από ξύλο και ήταν καλυμμένες από δέρματα βοδιού· κάποιες φορές ήταν καλυμμένες και με φύλλα μετάλλου (η ασπίδα του Αίαντα είχε επένδυση με επτά στρώματα δέρματος βοδιού). Η ασπίδα ήταν κοίλη, χρησιμεύοντας έτσι στη συγκράτηση νερού, σε Αισχύλ.