Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σάκος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σᾱκός, , Δωρ. αντί σηκός.
σάκος[ᾰ], τό, γεν. -εος, Ιων. -ευς (σάττω), ασπίδα, σε Όμηρ. κ.λπ. Οι πρώτες ασπίδες ήταν φτιαγμένες από πλεγμένα κλαδιά ή από ξύλο και ήταν καλυμμένες από δέρματα βοδιού· κάποιες φορές ήταν καλυμμένες και με φύλλα μετάλλου (η ασπίδα του Αίαντα είχε επένδυση με επτά στρώματα δέρματος βοδιού). Η ασπίδα ήταν κοίλη, χρησιμεύοντας έτσι στη συγκράτηση νερού, σε Αισχύλ.