Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σάκκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σάκκος ή σάκος[ᾰ], , I. σακόπανο, λινάτσα· χοντρό και τραχύ ύφασμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν οι Ιουδαίοι σε ένδειξη πένθους, Λατ. cilicum, σε Κ.Δ. II. οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από το ύφασμα αυτό, σακί, σακούλι, σάκος, τσουβάλι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. III. τραχιά, άγρια γενειάδα, σε Αριστοφ. (πιθ. Φοιν. λέξη).