LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σάγμα"
- σάγμα, -ατος, τό (σάττω), I. κυρίως στον πληθ., κάλυμμα· επένδυση, θήκη ασπίδας, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεγάλο, ευρύχωρο πανωφόρι, σε Αριστοφ. II. σαμάρι, σε Στράβ., Πλούτ. III. σωρός, σωρεία, ὅπλων, σε Πλούτ.