Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῶλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῶλος, και , 1. πουλάρι, νεαρό άλογο, είτε αρσενικό είτε θηλυκό, σε Όμηρ.· στους ποιητές γενικά αντί ἵππος, σε Σοφ. κ.λπ. 2. νεαρό ζώο, μικρό, σε Ανθ. 3. στους Ποιητές, θηλ., νεαρό κορίτσι, κοπέλα, κόρη, όπως τα δάμαλις, μόσχος, πόρτις, Λατ. juvenca, σε Ευρ.· σπανιότερα αρσ., νεαρός άντρας, σε Αισχύλ.