Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῦρ"

Βρέθηκαν 114 λήμματα [1 - 20]
πῦρ, πῠρός, τό, δεν χρησιμ. στον πληθ. (βλ. πυράI. 1. φωτιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· πῦρ καίειν ή δαίειν, ανάβω φωτιά, στον ίδ.· πῦρ ἀνακαίειν, ἅπτειν, ἐξάπτειν, αἴθειν, ἐναύειν, βλ. αυτ.· πῦρ ἐμβάλλειν νηυσί, σε Ομήρ. Ιλ. 2. νεκρική πυρά (πρβλ. πυρά), στο ίδ. 3. φωτιά της εστίας, πυρὶ δέχεσθαί τινα, σε Ευρ.· πῦρ ἄσβεστον ή ἀθάνατον, η άσβεστη φωτιά της Εστίας στο Πρυτανείο, σε Πλούτ. II. ως σύμβολο πραγμάτων ακατάσχετων ή τρομερών, μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο, μάχονταν όπως η φωτιά που μαίνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρός, σε Σοφ.· διὰ πυρὸς ἰέναι, προχωρεί μέσω φωτιάς και νερού, δηλ. ορμά προς κάθε κίνδυνο, σε Ξεν.· αλλά, διὰ πυρὸς ἦλθε ἑτέρῳ λέχεϊ, οργίστηκε μανιωδώς με το έτερον ήμισυ, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, ὦ πῦρ σύ, σε Σοφ.
πῠρά, -ῶν, τά, φωτιές στο στρατόπεδο που φαίνονται από μακριά, κυρίως στην αιτ., καίωμεν πυρὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὰ ἐκκαίειν, σε Ηρόδ.· φωτιές, σηματοδότες, φωτιές προειδοποίησης, σε Θουκ.· ἄτιμος ἐν πυροῖσι, λέγεται για φωτιές θυσιών, σε Αισχύλ. (ο τονισμός, όπως και η δοτ. πυροῖς, δείχνει ότι δεν ανήκουν οι τύποι του πληθ. στον τριτόκλιτο τύπο πῦρ, αλλά στη δεύτερη κλίση - ετερόκλιτο).
πῠρά, -ᾶς, Ιων. πῠρή, -ῆς, , οποιοδήποτε μέρος όπου ανάβεται φωτιά· 1. νεκρική πυρά, Λατ. bustum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. χώμα που συσσωρεύεται στο τόπο της πυράς, τύμβος, σε Σοφ., Ευρ. 3. βωμός για θυσία στην πυρά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, η φωτιά που καίει σ' αυτόν, σε Ηρόδ.
πῠρ-άγρα, , λαβίδα για τη φωτιά, μασιά, τσιμπίδα, σε Όμηρ.
πῠραγρέτης, -ου, , αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.
πῠρ-ακτέω, μέλ. -ήσω (ἄγω), σκληρύνω στη φωτιά, πυρακτώνω στη φωτιά, καψαλίζω, σε Ομήρ. Οδ.
πῠρ-ακτόω, μέλ. -ώσω, = το προηγ., σε Στράβ., Λουκ.
πῡρᾰμίς, -ίδος, , πυραμίδα, γνωστό Αιγυπτιακό οικοδόμημα, σε Ηρόδ. (πιθ. αιγυπτ. λέξη).
πῡρᾰμοῦς, -οῦντος, , αντί πυραμόεις (πυρός), γλύκισμα φτιαγμένο από σιτάρι και μέλι που δινόταν ως βραβείο, σε Αριστοφ.
πῠρ-αυγής, -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
πυργηδόν, επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.
πυργηρέομαι, Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
πυργ-ήρης, -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.
πυργίδιον[ῐ], τό, υποκορ. του πύργος, σε Αριστοφ.
πύργῐνος, , -ον (πύργος), αυτός που μοιάζει με πύργο, σε Αισχύλ.
πυργο-δάϊκτος, -ον (δαΐζω), αυτός που καταστρέφει πύργους, σε Αισχύλ.
πυργο-μᾰχέω, μέλ. -ήσω (μάχομαι), προσβάλλω, πλήττω έναν πύργο, σε Ξεν.
πύργος, , I. πύργος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 1. α) στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. β) κινητός πύργος με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν. 2. μεταφ., πύργος ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο Αίας καλείται πύργος Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων πύργος, πύργος υπεράσπισης από τον θάνατο, αμυντήριος πύργος, σε Σοφ. 3. το ψηλότερο μέρος κάθε οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ. II. μέρος στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, φάλαγγα, στο ίδ.· πρβλ. πυργηδόν.
πυργοφορέω, μέλ. -ήσω, έχω πάνω μου πύργο ή πύργους, σε Λουκ.
πυργο-φόρος, -ον, αυτός που φέρει πύργο στο κεφάλι, λέγεται για την Κυβέλη, σε Ανθ.