Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῖλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῖλος, , I. έριο ή μαλλί που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το πίλημα, και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική επένδυση στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ. II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τσόχα, τσόχινος σκούφος, όπως το μοντέρνο φέσι, σε Ησίοδ.· πίλους τιάρας φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι ἦσαν, στον ίδ. 2. τσόχινο ένδυμα, σε Ξεν. 3. ο τσόχινος θώρακας πανοπλίας, σε Θουκ.