Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῖαρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῖαρ, τό, άκλιτο (πίων1. πάχος, σε Ομήρ. Ιλ.· οποιαδήποτε λιπαρή ουσία, κρέμα, σε Ανθ.· μεταφ., πῖαρὕπ' οὖδας, το έδαφος από κάτω είναι πλούσιο, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ. επίσης, όπως το Λατ. uber, αφρόκρεμα πράγματος, άριστη ποιότητα, το καλύτερο μέρος, σε Ομηρ. Ύμν.· πῖαρ χθονός, όπως το οὖθαρ ἀρούρης, σε Ανθ.