Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῆχυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῆχυς, -εως, , γεν. πληθ. πήχεων· I. αντιβράχιο, πήχυς, μέρος του χεριού από τον καρπό μέχρι τον ώμο, Λατ. ulna, σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, χέρι, ἀμφὶ υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. το κεντρικό μέρος που ένωνε τα δύο κέρατα του τόξου, σε Όμηρ. III. στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς ζυγόν, εγκάρσιο ξύλο, γέφυρα, σε Ηρόδ. IV. ως μονάδα μήκους, απόσταση από το άκρο του αγκώνα έως το άκρο του μικρού δακτύλου, Λατ. cubitus ή ulna, οργιά ή πήχυς που περιέχει εικοσιτέσσερις δακτύλους, στον Ηρόδ. ο πήχυς βασιλήϊος ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 δακτύλους = 27 δακτύλους, στον ίδ. 2. ο κανόνας του πήχυ, καθώς λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.