Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πῆμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πῆμα, -ατος, τό (πρβλ. πάσχω),· I. πόνος, δυστυχία, συμφορά, θλίψη, όλεθρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πήματα ἐπὶ πήμασι, συμφορά πάνω στη συμφορά, σε Σοφ.· πῆμ' ἐπὶ πήματι κεῖται, το ξίφος σφυρηλατείται πάνω στο αμόνι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. II. λέγεται για ανθρώπους, συμφορές, δυστυχίες, βυθίζω στα συντρίμμια, καταστρέφω και με ηπιότερη σημασία, λυπάμαι, καταθλίβομαι, σε Όμηρ., Τραγ.· πημαίνω τὴν γῆν, την καταστρέφω, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω κακό, σε Ομήρ. ιλ. — Παθ., υποφέρω από πληγή ή βλάβη, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἴσθιπημανούμενος, μάθε ότι θα δυστυχήσεις, σε Σοφ.
πημαντέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να πληγωθεί, σε Θέογν.