Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πώγων"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πώγων, -ωνος, , γενειάδα, γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., πώγων πυρός, γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
πωγωνο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει γενειάδα, σε Ανθ.