Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πύρινος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πύρῐνος[ῠ], , -ον (πῦρ), αυτός που προέρχεται από τη φωτιά, πυρώδης, καυτός, σε Ανθ.
πύρῐνος[ῡ], , -ον (πῡρός), αυτός που προέρχεται από σιτάρι, σιταρένιος, σε Ξεν. κ.λπ.