Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πύργος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πύργος, , I. πύργος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 1. α) στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. β) κινητός πύργος με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν. 2. μεταφ., πύργος ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο Αίας καλείται πύργος Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων πύργος, πύργος υπεράσπισης από τον θάνατο, αμυντήριος πύργος, σε Σοφ. 3. το ψηλότερο μέρος κάθε οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ. II. μέρος στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, φάλαγγα, στο ίδ.· πρβλ. πυργηδόν.