Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πότμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πότμος, (√ΠΕΤ του πίπτω), 1. αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η τύχη κάποιου, μοίρα· συνήθως λέγεται για την κακή μοίρα, το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον ἐφεῖναι, ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον ἐπισπεῖν, σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ. 2. χωρίς τη σημασία του κακού, πότμος συγγενής, τα φυσικά «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· εὐτυχεῖ πότμῳ, σε Αισχύλ.· πότμος ξυνήθης πατρός, η συνηθισμένη μοίρα του πατέρα μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα συχνά βραχεία, σε Τραγ.).