Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πότης"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ποτής, -ῆτος, (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πόση, ποτό, σε Όμηρ.
πότης, -ου, , θηλ. πότις (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πότης, μέθυσος, μπεκρής· μεταφ., πότης λύχνος, μεθυσμένο λυχνάρι, δηλ. αυτό που καταναλώνει πολύ λάδι, σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. ποτίστατος, στον ίδ.