Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πότε"

Βρέθηκαν 12 λήμματα [1 - 12]
πότε, Ιων. κότε, Δωρ. πόκα, (*πός), ερωτημ. μόριο, χρησιμ. σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις και αντιστοιχεί προς τα αναφορ. ὅτε, ὁπότε και το δεικτικό τότε· I. πότε; σε ποια στιγμή; τί ώρα; σε Όμηρ.· πότ' εἰ μὴ νῦν, σε Αισχύλ.· επίσης, ἐς πότε λήξει; σε Σοφ. II.ποτέ, Ιων. κοτέ, Δωρ. ποκά, εγκλιτ. μόριο· 1. σε κάποιο χρόνο ή άλλο, κάποτε, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. σε κάθε χρόνο, πάντα, σε Σοφ. κ.λπ.· συχνά μετά από αναφορ. λέξεις, ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῦν, βλ. δήποτε· επίσης μετά από το πω, βλ. πώποτε· και μετά από αρνητικά μόρια, όπου συνήθως ενώνεται με αυτά, οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε. 3. στη παρατακτική σύνδεση προτάσεων τίθεται στην αρχή, ποτὲ μέν..., ποτὲ δέ..., τη μια στιγμή... την άλλη..., Λατ. modo... modo..., σε Πλάτ. III. λέγεται για άγνωστο ή αόριστο χρονικό σημείο, 1. στο παρελθόν, κάποτε, άλλοτε, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· σε αφηγήσεις, μια φορά και έναν καιρό, σε Αριστοφ. 2. στο μέλλον, (σε) κάποια στιγμή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., Λατ. tandem ali­quando, σε Σοφ. 3. σε ερωτήσεις, τίς ποτέ; Λατ. qui tandem? ποιος επιτέλους; σε Αισχύλ. κ.λπ.· βλ. τίποτε;τίπτε.
Ποτειδᾶν, Ποτείδαν, Δωρ. αντί Ποσειδῶν.
ποτεῖδον, ποτιδών, Δωρ. αντί προσεῖδον, προσιδών.
ποτένθῃς, Δωρ. αντί προσέλθῃς.
ποτέομαι, Επικ. αντί ποτάομαι.
ποτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του πίνω, I. πόσιμος. II. ποτέον, αυτό που πρέπει να πιει κάποιος, σε Πλάτ.
ποτ-ερίσδω, Δωρ. αντί προσ-ερίζω.
πότερος, , -ον, Ιων. -κότερος, , -ον (*πός), I. ποιος από τους δύο; Λατ. uter? σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις, ὁπότερος είναι ο αναφορ. τύπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. II. 1. ουδ. πότερον, πότερα, ως επίρρ. στην αρχή ερωτημ. πρότασης· περιέχει δύο διαζευκτικές προτάσεις, πότερον... ἤ..., Λατ. utrum... an..., είτε... είτε..., τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες ἢ παῖς ἐμός; σε Αισχύλ.· πότερ' ἄκων ἢ ἑκών; σε Δημ. 2. ενίοτε μια τρίτη πρόταση (με το ) προστίθεται μη ορθώς, πότερα παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; σε Ηρόδ. 3. δεύτερη διαζευκτική πρόταση μερικές φορές παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη, πότερα δὴκερτομῶν λέγεις τάδε (ἢ μή...), σε Σοφ. III. χωρίς ερώτηση, όπως το ἅτερος, ο ένας από τους δύο, Λατ. alteruter, σε Πλάτ.
ποτ-έρχομαι, Δωρ. αντί ποσ-έρχομαι.
ποτέρωθι (πότερος), επίρρ., προς ποιο από τα δύο μέρη; ή σε ποιο μέρος από τα δύο;, σε Ξεν. κ.λπ.
ποτέρως, επίρρ. του πότερος, 1. με ποιον από τους δύο τρόπους; Λατ. utro modo? σε Ξεν. κ.λπ. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, διορίσαι ποτέρως λέγεις, προσδιόρισε ποιο εννοείς, σε Πλάτ.
ποτ-έχω, Δωρ. αντί προσ-έχω.