Αποτελέσματα για: "πόσις"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
πόσις, ὁ, ποιητ. πόσσις· γεν. πόσιος, δοτ. πόσει, Επικ. πόσεϊ· κλητ. πόσι ή πόσις· πληθ. πόσεις· αιτ. πόσιας· άνδρας, σύζυγος, σύντροφος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κρυπτὸς πόσις, λέγεται για εραστή, παράνομο σύντροφο, σε Ευρ.
-
πόσῐς, ἡ, -ιος, Αττ. -εως, δοτ. πόσει, Ιων. πόσι· (√ΠΟ σε κάποιους χρόνους του πίνω)· 1. πόση, ποτό, ρόφημα, σε Όμηρ.· συγγίνεσθαι ἐς πόσιν, συναντήθηκαν για οινοποσία, σε Ηρόδ.· παρὰ τὴν πόσιν, Λατ. inter pocula, πάνω από τα ποτήρια τους, στον ίδ.· πόσιος ἐν βάθει, σε Θεόκρ. 2. ρούφηγμα, σε Αισχύλ.